μεθοκόπημα

μεθοκόπημα
μεθοκόπι τό пьянство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μεθοκόπημα" в других словарях:

  • μεθοκόπημα — το, ατος και μεθοκόπι, το ιού, το συχνό και υπερβολικό μεθύσι: Αιτία για το ατέλειωτο μεθοκόπημά του ήταν η μοναξιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεθοκόπημα — και μεθοκόπι, το [μεθοκοπώ] συχνή και υπερβολική οινοποσία, μπεκρούλιασμα …   Dictionary of Greek

  • μεθοκόπι — το βλ. μεθοκόπημα …   Dictionary of Greek

  • μπεκρολόγημα — και μπεκρολόι, το υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών, μεθοκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. < μπεκρολόγημα < μπεκρολογώ. Ο τ. μπεκρολόι < μπεκρής + λόι*] …   Dictionary of Greek

  • μπεκρούλιασμα — το [μπεκρουλιάζω] μεθοκόπημα …   Dictionary of Greek

  • μέθη — η 1. ψυχική και διανοητική διαταραχή που προκαλείται από τα οινοπνευματώδη ποτά ή άλλες τοξικές ουσίες, το μεθύσι, το μεθοκόπημα. 2. μτφ., ενθουσιασμός: Παρασύρθηκε από τη μέθη του έρωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεθύσι — το ιού, η μέθη, το μεθοκόπημα: Δεν ξέρει τι λέει από το μεθύσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»